- λινάτσα
- ηχοντρό ύφασμα από λινάρι ή κάνναβη: Βάλαμε τις πατάτες σ’ ένα σακί από λινάτσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λινάτσα — η 1. χοντρό ύφασμα από λίνο ή κάναβη που χρησιμεύει για τη συσκευασία εμπορευμάτων, ιδίως για την κατασκευή σάκων 2. κομμάτι από φθαρμένο σάκο που χρησιμοποιείται ως σφουγγαρόπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λινό + κατάλ. άτσα, πρβλ. μπουγ άτσα] … Dictionary of Greek
καναβόπανο — και κανναβόπανο, το [κάν(ν)αβις] χοντρό ύφασμα από ίνες καν(ν)αβιού, λινάτσα, καν(ν)αβάτσο … Dictionary of Greek
παλέτσα — η, και παλέτσι, το είδος χονδρού υφάσματος από το οποίο κατασκευάζονται οι σάκοι, λινάτσα … Dictionary of Greek
φασίνα — η, Ν 1. ναυτ. λινάτσα, κουρέλι ή και κομμάτι υφάσματος που χρησιμοποιείται είτε για την περιέλιξη τών σχοινιών είτε για τον καθαρισμό τού πλοίου 2. μτφ. γενική καθαριότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascina] … Dictionary of Greek
αισχυνομένη — (aeschynomene). Επιστημονική ονομασία γένους καλλωπιστικών και βιομηχανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι ποώδη ή θαμνώδη φυτά, ιθαγενή των θερμών χωρών. Έχουν φύλλα πτεροειδή με λειόχειλα φυλλάρια. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και… … Dictionary of Greek
κανναβόπανο — το κανναβάτσο, λινάτσα: Τα κανναβόπανα δε σκίζονται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)